-
1 υψηλά
-
2 ὑψηλὰ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑψηλὰ
-
3 υψηλός
η, όν1) в разн. знач высокий;υψηλού αναστήματος — высокого роста;
υψηλή πίεση — высокое давление;
υψηλή θερμοκρασία — жара;
υψηλός πυρετός — высокая температура (у больного);
υψηλές τιμές — высокие цены;
υψηλά ιδανικά — высокие, возвышенные идеалы;
υψηλός ξένος — высокий гость;
τίτλος — высокое звание;υψηλή θέση — высокое положение (кого-л.);
κατέχω υψηλό αξίωμα — занимать высокий пост;
ρεΰμα υψηλής τάσεως — ток высокого напряжения;
με υψηλά όρη — высокогорный;
2) геогр. высокий, возвышенный, высокогорный;§ αφ' υψηλου — свысока, сверху вниз;
κυττάζω κάποιον αφ' υψηλου — смотреть на кого-л. свысока;
καθ' υψηλήν επιταγήν — по распоряжению сверху
-
4 δυσεφικτος
2трудно достижимый, малодоступный(στέφανος Polyb.; τὰ ὑψηλά Plut.)
δυσέφικτόν ἐστι ἀπαγγεῖλαι Diod. — невозможно пересказать -
5 εκπονεω
1) вырабатывать, выделывать, изготовлять или сооружать(τὸ ναυτικόν Thuc.)
2) заготовлять, добывать(σῖτα Xen.)
3) строить, воздвигать(ὑψηλὰ τείχη Arph.)
4) разрабатывать, отделывать(τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου Thuc.; ὅπλα εἰς κόσμον ἐκπεπονημένα Xen.; ἐκπεπονημένα διαγράμματα Plat.)
5) обрабатывать, формировать(τέν ὕλην Plut.)
6) обрабатывать, возделывать(ἐπιτακτὸν μέτρον Pind.; χωρίον ἐκπεπονημένον Plut.)
ἐκπονεῖσθαι ποτὴ σπόρον Theocr. — возделываться под посев7) перерабатывать, переваривать(τέν δίαιταν Xen.; τέν τροφήν Arst.)
8) украшать, наряжать(ἄγαλμα πέπλοισι Eur.)
9) проделывать, совершать(δολιχὰν τρίβον Anth.; ἀέθλους Theocr.)
ἐ. τὸν βίον Eur. — вести суровую жизнь10) переделывать, превращать(τινα μαλθακὸν σιδαρίω Theocr. - v. l. ἐξ ποιέω)
11) исполнять, выполнять(τὰ ἐντεταλμένα, med. τάδε Eur.)
ἐφ΄ ᾧ τετάγμεθ΄ ἐκπονήσομεν (pl. = sing.) Eur. — я сделаю то, что мне приказано12) изыскивать(ξυνῇ ἐ. ἄκη Aesch.)
13) добиваться, разыскивать(τέν τεκοῦσαν Eur.)
μνηστεύματα γυναικός τινος ἐ. Eur. — добиваться руки какой-л. женщины14) заботитьсяτῶν ἐκδήμων φίλων ἐ. τύχας Eur. — заботиться о судьбе отсутствующих друзей;
ἐκπονεῖσθαι περὴ τὰς τροφὰς τῶν τέκνων Arst. — заботиться о пропитании детей15) давать тщательное образование, обучать, учить(τινα Eur.)
πεζοὴ ἐκπεπονημένοι Xen. — (хорошо) обученные пехотинцы;τὸ τὰ σώματα ἐκπεπονῆσθαι Xen. — физическая закаленность, выносливость;τῷ σώματι ἐ. Xen. — быть приученным к физическому труду16) прилежно заниматься, усиленно изучать(τὰ πρὸς πόλεμον Xen.; τὰς ὀρχήσεις Polyb.)
17) тяжело работать, усердно трудиться(μαθεῖν τι Plut.)
παρ΄ ἀσπίδα ἐ. Eur. — нести военные тяготы18) мучить, изнурять(ἐκπονηθεὴς περὴ ταῦτα и ἐκπονούμενος ταῖς φροντίσι Plut.)
19) заставлять, понуждать(τινα ποιεῖν τι Eur.)
20) отклонять, отвращать, удалять(θάνατόν τινος Eur.)
-
6 κομπεω
1) звучать, звенеть, гудеть2) извлекать звук, стучать, ударятьχύτραν ὠνούμενοι κομποῦμεν Diog.L. — покупая горшок, мы постукиваем (по нему)
3) хвастаться, высокомерно утверждать(ὡς σὺ κομπεῖς Eur.)
τοσόνδε κ. μῦθον Soph. — столь кичливо говорить;ὑψηλὰ κ. Soph. — безмерно хвастаться;ὅσοιπερ κομποῦνται Thuc. — (у сицилийцев нет стольких гоплитов), сколько хвастливо утверждается -
7 υψηλον
τό возвышенность, высота Plat., Plut.ὑψηλὰ καὴ ἀνάντη Plat. — неприступные кручи;
ἀφ΄ ὑψηλῶν βραχὺν οἰκίζειν τινά Eur. — свергать кого-л. с высоты вниз -
8 υψηλος
31) высокий(πύργος Hom.; στέγη Aesch.; τεῖχος Thuc.; ὄρος NT.)
2) высокогорный, возвышенный(ἥ Μηδικέ χώρη Her.; τὰ χωρία Thuc.)
3) перен. высокий, возвышенный(ἀρεταί, κλέος Pind.; λόγος Plut.)
ὑ. τῷ ἤθει Plut. — с возвышенной душой;ἑαυτὸν ὑψηλότερόν τινος παρέχειν Luc. — возвышаться над чем-л.4) высокомерный, надменныйὑφηλὰ κομπεῖν Soph. — держать надменные речи;
τὰ ὑψηλὰ φρονεῖν NT. = ὑψηλοφρονεῖν -
9 ιδανικό(ν)
-
10 ιδανικό(ν)
-
11 μέρος
τό1) часть (целого);μέγα μέρος — большая часть;
τό μεγαλύτερο (μικρότερο) μέρος — большая (меньшая) часть;
συστατικό μέρος — составная часть;
τό μέρος τού κτιρίου — часть здания;
τα μέρη τού σώματος (της μηχανής) — части тела (машины);
τα μέρη της μουσικής συμφωνίας — чисти симфонии;
ένα μέρος τού κοινού — часть публики;
του χάρισα ένα μέρος από τα χρέη του — я ему простил часть долгов;
σε τρία μέρη — а) в трёх частях; — б) на три части;
παίρνω ( — или λαμβάνω) μέρος σε ( — или είς) κάτι — принимать участие в чём-л., участвовать в чём-л.;
2) сторона (в разн. знач);στο αριστερό μέρος — налево, слева, на левой стороне;
στο απέναντι μέρος τού πόταμου — на противоположной стороне реки;
από το ένα (άλλο) μέρος — с одной (с другой) стороны;
παίρνω το μέρ κάποιου — становиться на чью-л. сторону;
είμαι με το μέρος σου — я на твоей стороне;
3) край, местность; сторона (разг);[είμαστε από το ίδιο μέρος — мы из одной местности;
στο μέρος μας έχουμε πυρετούς — в наших краях имеется малярия;
σ' εκείνα τα μέρη δεν χιονίζει ποτέ — в тех краях никогда не бывает снега;
ωραίο μέρος γιά να χτίσει κανείς — чудесное место для постройки;
4) отхожее место, уборная;5) театр, роль; партия (в опере);αυτό το μέρος είναι πολύ δύσκολο — эта роль, партия очень трудна;
6):τα μέρη τού λόγου — грам, части речи;
§ τα (Υψηλά) Συμβαλλόμενα Μέρη (Высокие) договаривающиеся стороны;τί μέρος τού λόγου είναι; — что за человек, что он из себя представляет?;
εν μέρει — отчасти, частично;
κατά μέρος ( — оставить) в стороне;
(отбросить) в сторону;τ' αστεία κατά μέρ! — шутки в сторону;
άφησε τούς δισταγμούς κατά μέρος — перестань стесняться, брось стесняться;
αφήνω κατά μέρος — забросить, оставить;
! βάζω κατά μέρος — откладывать, приберегать (деньги);
τον πήρα κατά μέρος — я его отвёл в сторону;
εκ ( — или από) μέρους μου (του, σου κ.λ.π.) — а) от меня (тебя, него и т. д.); — от моего (твоего, его) имени;
έχετε χαιρετισμούς εκ μέρους της — вам привет от неё;
προσωπικά από ( — или εκ) μέρους μου — от меня (лично); — б) с моей (с твоей, с его) стороны;
είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου — это очень мило с твоей стороны;
επί μέρους — частично;
οι (αί, τα) επί μέρους... — частные, особые, отдельные (вопросы, элементы и т. д.)
См. также в других словарях:
ὑψηλά — ὑψηλός high neut nom/voc/acc pl ὑψηλά̱ , ὑψηλός high fem nom/voc/acc dual ὑψηλά̱ , ὑψηλός high fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψηλά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λαμύρων. * * * και ψηλά Ν επίρρ. βλ. υψηλός … Dictionary of Greek
ὑψηλᾷ — ὑψηλός high fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψῆλ' — ὑψηλά , ὑψηλός high neut nom/voc/acc pl ὑψηλά̱ , ὑψηλός high fem nom/voc/acc dual ὑψηλά̱ , ὑψηλός high fem nom/voc sg (doric aeolic) ὑψηλέ , ὑψηλός high masc voc sg ὑψηλαί , ὑψηλός high fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψήλ' — ὑψηλά , ὑψηλός high neut nom/voc/acc pl ὑψηλά̱ , ὑψηλός high fem nom/voc/acc dual ὑψηλά̱ , ὑψηλός high fem nom/voc sg (doric aeolic) ὑψηλέ , ὑψηλός high masc voc sg ὑψηλαί , ὑψηλός high fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλάν — ὑψηλά̱ν , ὑψηλός high fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλάς — ὑψηλά̱ς , ὑψηλός high fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλάων — ὑψηλά̱ων , ὑψηλός high masc/fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… … Dictionary of Greek